Τσιρίδειον Ίδρυμα

πίσω | τύπωσε

Βιταμίνη D: «Kλειδί» για την ανοσία κατά του καρκίνου και την αποτελεσματική ανοσοθεραπεία



 

Μια απρόσμενη συσχέτιση μεταξύ της βιταμίνης D και του εντερικού μικροβιώματος, που συμβάλλει στην ανοσία κατά του καρκίνου και αυξάνει την αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας, εντόπισε έρευνα με επικεφαλής τον δρ Ευάγγελο Γιαμπαζολιά. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Science».

 

Όταν δόθηκε δίαιτα υψηλή σε βιταμίνη D σε ποντίκια με φυσιολογικά επίπεδα πρωτεΐνης «Gc globulin», αυτά εμφάνισαν βελτιωμένη αντίσταση σε πειραματικούς καρκίνους

 

Η ερευνητική ομάδα ανακάλυψε ότι η βιταμίνη D προωθεί την αύξηση ενός είδους βακτηρίων στο έντερο των ποντικιών, το οποίο βελτιώνει την ανοσία κατά του καρκίνου. «Η αρχική μας παρατήρηση ήταν απρόσμενη», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Γιαμπαζολιάς, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Ανοσοεπιτήρηση Καρκίνου στον βρετανικό ερευνητικό οργανισμό «Cancer Research UK Manchester Institute», μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.

 

Όπως περιγράφει, η ερευνητική ομάδα παρατήρησε ότι ποντίκια, στα οποία έλειπε μια πρωτεΐνη που βρίσκεται στο πλάσμα του αίματος, γνωστή ως «Gc globulin», έδειξαν ενισχυμένη ανοσία στον καρκίνο.

 

Μία από τις κύριες λειτουργίες αυτής της πρωτεΐνης είναι να προσδένεται στη βιταμίνη D στο αίμα κρατώντας την μακριά από τους ιστούς.

 

Αυτή η παρατήρηση οδήγησε τους ερευνητές στην υπόθεση ότι η αυξημένη διαθεσιμότητα βιταμίνης D στους ιστούς θα μπορούσε να ενισχύσει την ανοσία στον καρκίνο, υπόθεση την οποία επιβεβαίωσαν με τα πειράματά τους: ποντίκια με έλλειψη στη «Gc globulin» υποβλήθηκαν σε δίαιτα χωρίς βιταμίνη D με αποτέλεσμα να μην έχουν προστασία από τον καρκίνο.

 

Αντίστοιχα, όταν δόθηκε δίαιτα υψηλή σε βιταμίνη D σε ποντίκια με φυσιολογικά επίπεδα αυτής της πρωτεΐνης, εμφάνισαν βελτιωμένη αντίσταση σε πειραματικούς καρκίνους.

 

Αντικαρκινική δράση

Ενδιαφέρον ήταν, επίσης, το γεγονός ότι η αντικαρκινική δράση της βιταμίνης D απουσίαζε σε ποντίκια που έλαβαν θεραπεία με αντιβιοτικά ή μεγάλωσαν σε αποστειρωμένα περιβάλλοντα με απουσία ζωντανών μικροοργανισμών.

 

Με βάση το εύρημα αυτό, οι ερευνητές συμπέραναν ότι η βιταμίνη D προάγει την ανοσία του καρκίνου επηρεάζοντας το μικροβίωμα του εντέρου, δηλαδή τους πληθυσμούς των «φιλικών» μικροοργανισμών που ζουν μέσα στα ζώα και στον άνθρωπο. Όπως διαπίστωσαν στη συνέχεια, η βιταμίνη D δρα στα επιθηλιακά κύτταρα του εντέρου, οδηγώντας στην αύξηση των επιπέδων ενός βακτηρίου του εντερικού μικροβιώματος που ονομάζεται «Bacteroides fragilis».

 

«Δεν είναι ακόμη σαφές πώς αυτό το είδος βακτηρίου προάγει την αντικαρκινική ανοσία», διευκρινίζει ο κ. Γιαμπαζολιάς. «Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για την επιβεβαίωση μιας πιθανής σχέσης μεταξύ της βιταμίνης D, του εντερικού μικροβιώματος και της ανοσίας του καρκίνου στους ανθρώπους». Πάντως, ο ίδιος τονίζει ότι «συνολικά τα ευρήματά μας υπογραμμίζουν μια άνευ προηγουμένου σχέση μεταξύ της βιταμίνης D και του μικροβιώματος του εντέρου που επηρεάζει τις ανοσολογικές αποκρίσεις στον καρκίνο».

 

Ο ρόλος της D στην ανοσοθεραπεία

Άλλη μία σημαντική πτυχή της έρευνας είναι η επίδραση της βιταμίνης D στην επιτυχία της ανοσοθεραπείας. Κατά τη μελέτη τους σε ποντίκια, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η βιταμίνη D είναι καθοριστικός παράγοντας της ικανότητας του εντερικού μικροβιώματος να προκαλεί ανοσολογικές αποκρίσεις στον καρκίνο και να αυξάνει την επιτυχία της συγκεκριμένης θεραπείας.

 

Η ανοσοθεραπεία έχει φέρει «επανάσταση» στη θεραπεία του μεταστατικού μελανώματος και πλέον έχει εγκριθεί ως θεραπεία πρώτης γραμμής σε ένα ευρύ φάσμα κακοηθειών, συμπεριλαμβανομένων αυτών των νεφρών και των πνευμόνων.

 

Ωστόσο, ο Έλληνας επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Ανσοεπιτήρησης Καρκίνου στον βρετανικό ερευνητικό οργανισμό «Cancer Research UK Manchester Institute» εξηγεί ότι «παρά τα αξιοσημείωτα κλινικά αποτελέσματα, δεν ανταποκρίνονται όλοι οι ασθενείς εξίσου καλά σε αυτή τη θεραπεία και μόνο μια μικρή ομάδα εξ αυτών έχει μακροχρόνιο όφελος».

 

Σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες, πληθυσμοί βακτηρίων του εντερικού μικροβιώματος μπορούν να επηρεάσουν τις αντικαρκινικές ανοσολογικές αποκρίσεις και την αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας και η χρήση του μικροβιώματος ως θεραπευτική προσέγγιση με σκοπό την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας της ανοσοθεραπείας του καρκίνου είναι υπό διερεύνηση.

 

Ο Ευάγγελος Γιαμπαζολιάς υπογραμμίζει, πάντως, ότι «είναι αναγκαία περαιτέρω έρευνα πριν καταλήξουμε με βεβαιότητα εάν η βιταμίνη D επηρεάζει το μικροβίωμα στον άνθρωπο και εάν αυτό έχει κάποιο θεραπευτικό ή προληπτικό όφελος για τον καρκίνο».

 

Το «καλό» μικροβίωμα

«Ένα βασικό ερώτημα που προσπαθούμε να απαντήσουμε με την ομάδα μου χρησιμοποιώντας πειραματικά μοντέλα είναι το πώς ακριβώς η βιταμίνη D υποστηρίζει ένα ‘καλό’ μικροβίωμα. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορεί να ανοίξει νέους δρόμους για την κατανόηση του ρόλου του μικροβιώματος στις ανοσολογικές αποκρίσεις και την πρόληψη ή θεραπεία του καρκίνου», τονίζει ο κ. Γιαμπαζολιάς.

 

Στην κατεύθυνση αυτή, η ερευνητική ομάδα ανέλυσε δεδομένα από 1,5 εκατομμύρια άτομα στη Δανία και εντόπισε μια συσχέτιση μεταξύ χαμηλών επιπέδων βιταμίνης D στο αίμα και αυξημένου κινδύνου ανάπτυξης διαφορετικών τύπων καρκίνου.

 

Αυτή τη στιγμή, επισημαίνει ο κ. Γιαμπαζολιάς, «συνεργαζόμαστε με κλινικούς γιατρούς στο Ηνωμένο Βασίλειο για να διαπιστώσουμε εάν η βιταμίνη D συνδέεται με ένα «καλό» μικροβίωμα στους ανθρώπους» και προσθέτει: «Απαιτείται περαιτέρω έρευνα προτού καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η διόρθωση μιας ανεπάρκειας βιταμίνης D προσφέρει οφέλη για τη θεραπεία του καρκίνου».

 

Ποιος είναι ο Ευάγγελος Γιαμπαζολιάς

Ο Ευάγγελος Γιαμπαζολιάς έλαβε το πτυχίο του στη Χημεία από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το μεταπτυχιακό του στην Κλινική Βιοχημεία από το ίδιο πανεπιστήμιο. Κατέχει διδακτορικό στη Βιολογία του Καρκίνου από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, υπό την επίβλεψη του καθηγητή, Στίφεν Τέιτ, με υποτροφία από τον ερευνητικό οργανισμό «Cancer Research UK» (CRUK).

 

Κατά τη διάρκεια της διδακτορικής του διατριβής εργάστηκε στο «CRUK Scotland Institute», όπου και ανακάλυψε μοριακούς μηχανισμούς που συνδέουν τον κυτταρικό θάνατο με την ανοσία στον καρκίνο. Σε αναγνώριση του επιστημονικού του έργου τιμήθηκε με τα βραβεία «Institute of Cancer Sciences Prize» (2017) και «CRUK Pontecorvo Prize» (2018).

 

Στη συνέχεια εντάχθηκε ως μεταδιδακτορικός ερευνητής στην ομάδα του καθηγητή Καετάνο Ρέις ε Σόουζα στο Francis Crick Institute στο Λονδίνο. Εκεί ανακάλυψε πρωτεΐνες του πλάσματος στο αίμα που μειώνουν την αποτελεσματικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος να επιτίθεται στα καρκινικά κύτταρα.

 

Του χορηγήθηκε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (2020) για να διερευνήσει το θεραπευτικό δυναμικό αυτών των ευρημάτων με στόχο την παραγωγή νέων ανοσοθεραπειών για την καταπολέμηση του καρκίνου.

 

Επίσης, μελέτησε την επίδραση του εντερικού μικροβιώματος στο ανοσοποιητικό σύστημα και ανακάλυψε τη σύνδεση συγκεκριμένου ιχνοστοιχείου στη διατροφή ως ρυθμιστή της ικανότητας μικροβίων του εντέρου να ενισχύουν ανοσολογικές αποκρίσεις κατά του καρκίνου. Από το 2023 ηγείται της ερευνητικής ομάδας Ανσοεπιτήρησης Καρκίνου στο CRUK Manchester Institute, η οποία μελετά την επίδραση του κυτταρικού θανάτου και του εντερικού μικροβιώματος στην ανοσία κατά του καρκίνου.

© Copyright - Τσιρίδειον Ίδρυμα  |  Σχεδιασμός & Ανάπτυξη: Crucial Services Ltd

πίσω | τύπωσε